- κρυψορχία
- και κρυψορχιδία και κρυπτορχιδία, ησυγγενής διαμαρτία διαπλάσεως που συνίσταται σε κατακράτηση τού ενός ή και τών δύο όρχεων στο εσωτερικό τής κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο, όπου βρίσκονται κανονικά ώς τον ένατο εμβρυϊκό μήνα.
Dictionary of Greek. 2013.